Μου είναι πολύ δύσκολο να υπολογίσω, πόσοι ανάμεσα στους μη πάσχοντες, μπορεί να φανταστούν, πόσος πολύς, πολύς κόσμος συνωστίζεται καθημερινά στις ουρές μιας ογκολογικής κλινικής, βραχείας νοσηλείας. Εγώ πριν πάθω, ιδέα δεν είχα. Ουρές ανθρώπων που πηγαινοέρχονται ανάμεσα στην αναμονή, τη γραμματεία, την αιμοληψία, τα γραφεία των γιατρών, τις αίθουσες χημειοθεραπείας. Ουρές ήσυχες, πειθαρχημένες, με σιωπηλή αλληλοκατανόηση και σεβασμό. Ανθρώπων γενναίων, που όσο μεγάλο κι αν είναι το πρόβλημά τους, ουδέποτε διαννοούνται να το θεωρήσουν μεγαλύτερο από του διπλανού τους, ώστε να του πάρουν τη σειρά. Ανθρώπων που μιλάνε για τον καρκίνο τους, όπως του πρέπει: ωμά. Για όγκους, για βιοψίες, για μεταστάσεις, για προσδόκιμο ζωής, σα να σχολιάζουν το χθεσινό ματς ακριβοδίκαια, δίχως καν να υποστηρίζουν κάποιον…
Αλλά και των συνοδών τους. Εκείνων που κουβαλάνε τον σάκο, εκείνων που σπρώχνουν το καροτσάκι, εκείνων που στέκονται σε ουρές που δικαιούνται, για λογαριασμό του ασθενή τους ή φωνάζουν “ναι, εδώ”, όταν ακούγεται το όνομα του παππού, του συζύγου, του ανθρώπου τους. Εκείνων που καμώνονται πως είναι πάντα δυνατοί τάχα, αλλά που ξέρεις πως κρυφά, μόνοι τους, λυγίζουν. Προσπαθούν να στο κρύψουν για να μη σε φορτώσουν με τη στεναχώρια για λογαριασμό τους. Εκείνων που κάποια στιγμή μπορεί να βγάλουν νεύρα και θυμό και αγανάκτηση. Και να την πληρώσει και κανένας που δε φταίει. Εκείνων που το περνούν μαζί σου.
Όπως και του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού που μοιάζει να πρέπει να κάνει όλη μέρα έναν επικίνδυνο και… ζιγκ ζαγκ αγώνα υπέρβασης. Ανάμεσα στο ανθρωπιστικό καθήκον, την ένδοια του εθνικού συστήματος, την επάρκεια στην επαγγελματική παροχή υπηρεσίας, την απεμπλοκή και την προσωπική ζωή και την οικογένειά τους, μέσα από εφημερίες, κολλητές βάρδιες και υποστελέχωση…
Αυτά είναι όλα ζευγάρια μάτια. Εκατοντάδες ζευγάρια μάτια μαζεμένα, σε λίγα τετραγωνικά, κάθε μέρα. Μάτια θαρραλέα, αλλά και κουρασμένα. Άλλα λιγότερο, άλλα περισσότερο. Είναι μάτια που πάνε κατά βάση “σβηστά”. Είναι μάτια γερασμένα, ασχέτως ηλικίας. Με τη φλόγα τους να κρύβεται. Που διεκπεραιώνουν. Που υπομένουν. Και πού και πού, πολύ ξαφνικά, τα βλέπεις να ζωντανεύουν. Ένα ζευγάρι μάτια καταρχάς. Κάποιου/ας που τηλεφωνεί από έναν διάδρομο ανυπόμονα και λέει : “Έλα, πεντακάθαρες οι εξετάσεις”! Και φωτίζεται όλο το πρόσωπο. Και μετά των διπλανών, που “κρυφάκουσαν”, άθελά τους. Και μια πολύχρωμη χαρά, μαζί με μπόλικη φωτεινη ελπίδα, απλώνονται σε έναν χώρο που συνήθως μοιάζει εγκλωβισμένος σε ένα γκρι ημίφως, ασχέτως πόσες λάμπες καίνε ή τί χρώμα είναι βαμμένος ο τοίχος.
Αυτό είναι ό,τι πιο κοντινό σε γκολάρα βιώνει κανείς στην… κερκίδα της ογκολογικής. Που την πανηγυρίζουν, όλοι μα όλοι αγκαλιασμένοι, νοερά. Και όσο περισσότεροι μοιράζονται τη χαρά και την ελπίδα, τόσο πολλαπλασιάζεται.
Όπως πάντα με τα ωραία γκολ…
Πείτε μας τη γνώμη σας
143Τέλειο1Καλό0Αστείο0Wow0Λυπηρό1Κακό

0 Σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.