Ο Νίκος γράφει για τον “Στρατηγό”…

Μολονότι έχω ξεκάθαρη εικόνα για την θεμελιώδη συμβολή του Μάκη σε αυτό που ορθώς λέγεται, ό,τι “ο ΠΑΟΚ είναι η μόνη ελληνική ομάδα που δημιουργούσε νέους οπαδούς, χάρη στους… οπαδούς του”, δε θα γράψω για αυτό. Kι ας αρκούσε αυτό από μόνο του να τον κατατάξει στις 10 προσωπικότητες με τη βαθύτερη πατημασιά, συνολικά στην ιστορία του συλλόγου. Ούτε για την ηγεσία του και τη στρατηγική του σκέψη, για την καρδιά του και την οπαδική μαγκιά του, για τα “όσοι πάμε, τόσοι γυρνάμε” και τα “ΠΑΟΚτσής, δε σηκώνει χέρι να χτυπήσει ΠΑΟΚτσή”. Διότι υπάρχουν πολλοί, πολύ πιο αρμόδιοι να τα διηγηθούν και να τα αξιολογήσουν: όσοι τα βίωσαν πλάι του στα πούλμαν και τα τσιμέντα.
Νομίζω δουλειά μου είναι να γράψω από την καρδιά μου, για την πατημασιά που άφησε σε μένα ο Μανάβης. Με μόνο λίγες στιγμές της τελευταίας δεκαπενταετίας. Και που ίσως δείχνουν με ακόμη περισσότερη αποκαλυπτικοτητα κάποιες πτυχές από την προσωπικότητά του. Και μια εκτίμηση που κάνω στο τέλος του κειμένου, για τον τρόπο με τον οποίο άρμοζε να αναχωρήσει.
Πρώτη φορά μιλήσαμε το 2000 ή 2001, με αφορμή μια ολιγόωρη κατάληψη ενατίον Μπατατούδη στην Τούμπα. Παρότι αποτραβηγμένος ήδη από καιρό, δεν είχε αντέξει να κάτσει μακριά, την ώρα που ο τόπος έβραζε. Τον κοίταξα καθώς ανέβαινα από Μικράς Ασίας για να “πάρω κλίμα” και σήκωσε τη χερουκλα του να μου κάνει νόημα να πλησιάσω εκεί που καθόταν, σε ένα σκαμπό, σε μια καντίνα ανάμεσα στο γήπεδο και την Κλεάνθους, που του έδινε ανεμπόδιστη θέα προς την Θ1 και τα παράθυρα των γραφείων, (όπου νομίζω ο Σίμος Λάζαρης και άλλοι, περνούσαν… δύσκολες στιγμές).
Παραξενεύτηκα που με αναγνώριζε φατσικά, ακόμα και αν με είχε ακούσει στο ραδιόφωνο, αλλά όπως θα αντιλαμβανόμουν τα επόμενα χρόνια, ο Μάκης ήξερε όλα όσα τον ενδιέφεραν.
“Νικόλα, δε θα πέσει ακόμα αυτός. Δεν ωρίμασε ακόμα το φρουτο”. Χάρηκα που… μου μιλούσε και μάλλον… φάνηκε λίγο παραπάνω και κάτι απάντησα αμήχανα και χαμογέλασε στραβά. “Άκου ρε. Είσαι παλικάρι και τα λες ωραία. Έχεις άντερα, να πούμε. Μη πιάνεσαι μπούφος μόνο, από αυτούς τους κουστουμάκηδες – με κατάλαβες;”. Ένιωσα περήφανος, σα να λάμβανα το πρώτο παράσημο που πηρα ποτέ από Στρατηγό. Και μάλιστα από έναν φειδωλό και στις “τιμές” και στα “μπράβο” και στα λόγια. Εδώ και καμιά δεκαπενταετία που γύρισα από την Αθήνα, ακολούθησαν πολλά περισσότερα, σε δημόσιες τοποθετήσεις του σε εκπομπές μου, όποτε έκρινε εκείνος πως απαιτούνταν να “παρέμβει”. Με έβρισκε, σε όλα τα ραδιόφωνα.
Η πρώτη του φορά, ήταν όταν πρωτοσυζητήθηκε πιθανότητα δημιουργίας νέου γηπέδου αλλού και όχι στην Τούμπα. Αισθάνθηκε πως πρέπει να είναι η φωνή της συνείδησης, πήρε τηλέφωνο, βγήκε για ελάχιστα δευτερόλεπτα στον αέρα και με φωνή φορτισμένη, είπε: “Εκείνο το καγκελάκι να μην τολμησετε να πάρετε από τη θέση του, να πούμε, άμα τα γκρεμίσετε για να φύγετε από την Τούμπα. Θωμάς Μαυρομιχάλης”. Και το έκλεισε. Από κει και μετά, άρχισε να βγαίνει και να μιλά όλο και περισσότερο. Ιδιαιτέρως οταν έκρινε πως πρέπει να ξεθολώσει τα μυαλά πολλών, σε στιγμές γενικής σύγχισης, που δεν είναι και… σπάνιες στον ΠΑΟΚ. Και ήταν στο 95% βάλσαμο όσα έλεγε.
Λένε μερικοί για να παινέψουν κάποιον, “δεν φοβάται να πάει κόντρα στο ρεύμα…” Σιγά τα ωά. Ο Μάκης δε φοβόταν να… γυρίσει το ρεύμα ανάποδα. Όπως δε φοβόταν να αλλάξει γνώμη και να το παραδεχθεί, ακόμα και στο 5% που έκανε λάθος: πρώτος ξεφώνιζε τον Λουτσέσκου – πρώτος βγήκε και είπε πως το μετάνιωσε και παραδέχτηκε ότι τον αδίκησε, όταν είδε το Ρουμάνο, να σηκώνει πάλι το φλάμπουρο της αντίδρασης, αλλά και να παρουσιάζει αποτέλεσμα στην εικόνα της ομάδας και ζήτησε να του ανανεώσουν το συμβόλαιο στον αέρα.
Ο Μάκης μας “έχασε” όταν αλλάξαμε συχνότητα και βρεθήκαμε από τον Φλεβάρη του 2022 και μετά στους 106.1. Είχε πάντα ραδιοφωνικό αποκούμπι τον Κωστή Τσατσαρό, στου οποίου την εκπομπή επίσης έβγαινε από χρόνια, όπως και στου Ραγκάτση, που επίσης όμως τον έψαχνε. Όταν ήρθε κι ο Κωστής στον Primo, ο Μάκης ένιωσε να… πνίγεται. Έβαζε στους 106.1 και δεν έπιανε τίποτα εκεί, σε μια γεωγραφική “γούβα” στην Νέα Ηράκλεια, που πέρναγε τον περισσότερο καιρό για πολλά χρόνια. Ουτε να ακούσει αυτούς που ήθελε, ούτε να βγει να τα πει εκεί που γούσταρε, “με κατάλαβες”;
Ζητά το τηλέφωνό μου από τον Κωστή και με παίρνει:
-“Νικόλα, όλοι τα έχουν φέρει εδώ τα ραδιόφωνα να πούμε και μπορώ να τα ακούσω, εκτός από το δικό σου, με κατάλαβες;”
– Μάκη, κατάλαβα. Θα στο φέρω κι εγώ.
– “Θα βάλεις κεραία;”
– Όχι Μάκη, θα στο φέρω σπίτι. Σε ένα τηλέφωνο.
– “Εξήγησέ μου, μεγάλωσα, αλλά δεν είμαι χαζός, ρε”.
– Από κοντά.
Του πήγαμε μια τηλεφωνική συσκευή μόνο με την εφαρμογή του Primo μέσα και απεριόριστο internet. Γι αυτό απολαμβάναμε Μάκη όλους τους τελευταίους μήνες συχνά στον αέρα. Γιατί ήμασταν η παρέα του. Η φωτό, είναι από κείνη τη μέρα, μέσα Σεπτεμρίου 2022, σε ουζερί στην Καλλικράτεια, όπου όμως ήπιαμε… μπύρες γιατί ήταν πολύ νωρίς. Είπαμε, αλλά κυρίως ακούσαμε, ακούσαμε, ακούσαμε. Για εκδρομές, για πρόσωπα, για προέδρους, για ποδοσφαιριστές, για “σκηνικά”, για κοινωνικά, για τη ζωή όπως τη φιλτράρισε εκείνος. Τον ευχαριστώ για την εκτίμηση και την πατρική αγάπη που μας έδειχνε. Και τα παράσημά του.
Έγινε κουβέντα για την ιδιωτική κηδεία που έκανε η στενή του οικογένεια. Νομίζω πως ο Μάκης έφυγε όπως έπρεπε – όπως έζησε. Ίσως και όπως θα το ήθελε: μόνος. Από τους πιο μοναχικούς που γνώρισα. Λύκος. Αετός. Μπροστάρης έφυγε λοιπόν εκείνος προχθές και όλοι μαζικά μετά από κείνον την Κυριακή για να τον χαιρετήσουμε. Και τέλος πάντων εγώ έτσι θέλω να τον θυμάμαι. Ως το τελευταίο χαίρε.
Πείτε μας τη γνώμη σας
66Τέλειο3Καλό0Αστείο0Wow0Λυπηρό0Κακό

0 Σχόλια

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.